ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Στην αρχαία Ελλάδα οι πρόγονοι μας στόλιζαν την Ειρεσιώνη (από το είρος = έριον, μαλλίον), η οποία ηταν κλάδος αγριελιάς (κότινος) στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π., εκτός του μήλου και του αχλαδιού). Ήταν έκφραση ευχαριστίας για την γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας και κατά το επόμενο έτος και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).
Την ΕΒΔΟΜΗ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΠΥΑΝΕΨΙΩΝΟΣ (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου) παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν ,περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας τις καλένδες (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή την κυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.
Τα αρχαιότερα γιορτινά κάλαντα που έχουν διασωθεί μέχρι τις μέρες μας είναι αυτά που σύμφωνα με την παράδοση έψαλλε ο ίδιος ο ποιητής Όμηρος στην Σάμο. Τα κάλαντα αυτά, που και σήμερα είναι επίκαιρα μετά από τόσους αιώνες, δηλώνουν τη συνέχεια της Ελληνικής παράδοσης και του Ελληνικού πολιτισμού που μεταφέρονται μέσα από το πέρασμα του χρόνου χωρίς αλλαγές μέχρι τις μέρες μας. Εκφράζουν το ίδιο νόημα, περιέχουν δηλ. κατά κανόνα επαίνους για τον νοικοκύρη ,και την οικογένεια του, ευχές για αφθονία εισοδημάτων και τέλος προτροπές για να φανούν γενναιόδωροι και να φιλέψουν την συντροφιά που τα λέει με πολλά δώρα. Αξίζει πραγματικά να τα διαβάζετε όπως τα δημοσιεύω παρακάτω.
Ο τυφλός και φτωχός λοιπον Όμηρος έλεγε στην Σάμο την δική του ειρεσιώνη, την οποία τραγουδούσε απο αρχοντικὸ σε αρχοντικό, οδηγούμενος απο παιδιά που τραγουδούσαν κι αυτὰ μαζί του, και για την οποία μας έχει παραδοθεί πως "ήδετο ταύτα επί πολύν χρόνον παρά των παίδων εν τη Σάμω" :
"Δῶμα προσετραπόμεσθ΄ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο, ὃς μέγα μὲν δύναται, μέγα δὲ βρέμει, ὄλβιος αἰεί. Αὐταὶ ἀνακλίνεσθε θύραι. πλοῦτος γὰρ ἔσεισι πολλός, σὺν πλούτῳ δὲ καὶ εὐφροσύνη τεθαλυῖα, εἰρήνη τ᾽ ἀγαθή. ὅσα δ᾽ ἄγγεα, μεστὰ μὲν εἴη, κυρβέη δ᾽ αἰεὶ κατὰ καρδόπου ἕρποι μᾶζα, τοῦ παιδὸς δὲ γυνὴ κατὰ διφράδα βήσεται ὕμμιν, ἡμίονοι δ᾽ ἄξουσι κραταίποδες ἐς τόδε δῶμα, αὐτὴ δ᾽ ἱστὸν ὑφαίνοι ἐπ΄ ἠλέκτρῳ βεβαυῖα.
10 νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις . εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐχ ἑστήξομεν˙ οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ᾽ ἤλθομεν".
Μετάφραση :
" Μπαίνουμε μες στ᾽ αρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη, αντρειωμένου και βροντόφωνου και πάντα ευτυχισμένου. Ανοίξτε, πόρτες, μόνες σας, πλούτος πολὺς να εμπῃ μέσα, και με τον πλούτο συντροφιὰ χαρὰ μεγάλη κι ευτυχία κι ολόγλυκη ειρήνη. τ᾽ ἀγγειά του ολα γεμάτα ναναι και το ψωμὶ στη σκάφη να φουσκώνῃ πάντα και να ξεχειλίζῃ. γι᾽ αυτὸ εδω το παλληκάρι σας η νύφη ναρθῃ θρονιασμένη σε θρονί, ημίονοι σκληροπόδαροι στο σπιτικὸ αυτὸ να σας την κουβαλήσουν, και να υφαίνῃ πανὶ σε αργαλειὸ με χρυσάργυρες πατήθρες. σουρχομαι σου ξανάρχομαι σα χελιδόνι κάθε χρόνο και στην αυλόθυρά σου στέκομαι. Ἂν είναι να μας δώσῃς τίποτα, καλὰ και καμωμένα, ει δε μη, δεν θα στεκόμαστε εδω για πάντα. γιατὶ εδω δεν ήρθαμε για να συγκατοικήσουμε μαζί σου".
Το τραγούδι διασῴζουν ο συντάκτης του ψευδηροδοτείου Βίου του Ομήρου και η Σούμμα 15 δημοτικὸ της Σάμου,αρχαιότερο του 500 π.Χ., σε γλώσσα αυθεντικὴ και αρχαϊκὴ ιωνικὴ της Σάμου.
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, το συναντάμε και σήμερα, με μικρές παραλλαγὲς στα κάλαντα της Θράκης:
" Στο σπίτι ετούτο ποὔρθαμε του πλουσιονοικοκύρη ν᾿ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα να μπει ο πλούτος κι η χαρὰ κι η ποθητὴ ειρήνη και να γεμίσουν τα σταμνιὰ μέλι, κρασὶ και λάδι κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτὸ ζυμάρι."
ΔΙΑ ΔΩΣΤΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια